Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

5ο "Παίζοντας με τις λέξεις" Συμμετοχές 13 - 19



13. Με αγάπη

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,
Με λένε Γιώργο και είμαι δέκα χρονών. Σου γράφω αυτό το γράμμα γιατί η μαμά και ο μπαμπάς δεν έχουν πολλά λεφτά φέτος. Τους άκουσα να λένε πως η κυβέρνηση τα έκοψε μαχαίρι. Δεν ξέρω ποιος έχει την ευθύνη και δεν με νοιάζει. Με νοιάζει μόνο που η μαμά όταν νομίζει ότι δεν την βλέπουμε πάει στην αγκαλιά του μπαμπά και κλαίει γιατί δεν ξέρει πως θα τα βγάλουμε πέρα. Και ο μπαμπάς την φιλάει και της λέει ότι όλα θα πάνε καλά. Αλλά δεν ξέρω αν λέει αλήθεια, γιατί όλο φυσάει και ξεφυσάει. Μάλλον το λέει για να μην στεναχωριέται η μαμά.
Συμφωνήσαμε με την αδερφή μου να μην τους ζητήσουμε δώρα φέτος και να ζητήσουμε μόνο από σένα. Εκείνη δεν μπορεί να σου γράψει γράμμα γιατί δεν ξέρει ακόμα να γράφει καλά, αλλά μένουμε στο ίδιο σπίτι και έχουμε ίδια διεύθυνση οπότε θα μας βρεις. Μου πήρε ώρα να καταλάβω τι ήθελε, γιατί έκανε πρόβα το χειροκρότημα της γιατί θέλει να είναι τέλειο λέει για την γιορτή του νηπιαγωγείου. Πολλές φορές δεν την καταλαβαίνω μάλλον επειδή είναι κορίτσι. Αλλά την αγαπάω πολύ και την προσέχω. Και εκείνη με αγαπάει και πάντα μου δίνει το μισό της γλυκό.
Μου είπε πως θέλει να της φέρεις μια γάτα λευκή σαν το χιόνι. Εγώ θέλω να φέρεις λεφτά στον μπαμπά και την μαμά για να μην στεναχωριούνται και την γάτα της αδερφής μου. Θα παίζω και εγώ μαζί της. Και αν θες φέρε μας και για λίγο χιόνι, αλλά μόνο για μια μέρα γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν σπίτια και θα κρυώνουν.
Δίπλα στο τζάκι, έχουμε ένα τραπέζι από ξύλο. Θα σου αφήσουμε εκεί μελομακάρονα και κουραμπιέδες και ένα ποτήρι γάλα. Η Λίνα είπε πως θα σου φτιάξει μια ζωγραφιά για να σου πει ευχαριστώ και θα στην αφήσει μαζί με αυτά.
Να περάσεις καλά τα Χριστούγεννα Άγιε Βασίλη και να δώσεις χαρά σε όλα τα παιδιά.
Με αγάπη,
Γιώργος και Λίνα





14. Άγια Νύχτα

Το σκοτάδι απλώνονταν βαθύ πάνω από την πόλη και η παγωμένη ατμόσφαιρα μαζί με την υγρασία τη διαπερνούσε. Αναθεμάτιζε την τύχη της γι΄αυτό το απροσδόκητο νυχτερινό συμβάν, αλλά ας όψεται το καθήκον, βλέπεις! Να ήταν πρώτη φορά που προέκυπτε δουλειά μέσα στα άγρια χαράματα? "Όμως, γαμώτο, ήταν ανάγκη Χριστουγεννιάτικα?" ξέσπασε, συνειδητοποιώντας με μιας ότι παραμιλούσε μόνη της. Κοίταξε γύρω της με τρόμο. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς.

     Διέκρινε από μακρυά τα φώτα να πλησιάζουν στην έρημη στάση και βάλθηκε να τρέχει σαν τρελή. Τι τα ΄θελε τα ψηλοτάκουνα και τη στενή τουαλέτα, τρομάρα της, σκέφτηκε! Ίσα που πρόλαβε να μπει λαχανιασμένη, προτού οι πόρτες κλείσουν με θόρυβο πίσω της! Το λεωφορείο σχεδόν άδειο, μόνο δυο άτομα πίσω στις τελευταίες θέσεις, μόλις που διακρίνονταν στο λιγοστό φωτισμό. Κάθισε όπως-όπως στη θέση πίσω από τον οδηγό, πασχίζοντας να πάρει ανάσα. Το παγερό και συνοφρυωμένο βλέμμα του της φάνηκε πως την παρατηρούσε τώρα από τον καθρέφτη. Τυλίχτηκε σφιχτά στο μάλλινο μαντό της και χαλάρωσε. Άλλη μια μέρα ξεκινούσε στραβά, όμως οι ευθύνες της δουλειάς τελειωμό και ωράρια δεν έχουν.

     Σε λίγες ώρες ξημερώνουν Χριστούγεννα. Ένας Χριστός γεννήθηκε και απόψε για μας. H πόλη φοράει τα γιορτινά της. Στις άκρες των πεζοδρομίων δέντρα στολισμένα με καταφώτιστα πολύχρωμα λαμπιόνια. Χαρούμενες παρέες βαδίζουν βιαστικά, περνώντας μπροστά από λαμπερές βιτρίνες. Ολόλαμπρα αστέρια στολίζουν το μαύρο τ΄ουρανού, μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα. Η βραδιά είναι πανέμορφη, σαγηνευτική. Ποιος είπε ότι αυτή η πόλη είναι άσχημη? Κάτι τέτοιες βραδιές διαφορετικές σε κάνουν να ελπίζεις, να λαχταράς, να ονειρεύεσαι...

  "Ηλίθια!", ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του οδηγού. Αναπήδησε στη θέση της! Κοίταξε στο καθρέφτη και συνάντησε ξανά εκείνο το παγερό και θυμωμένο(?) βλέμμα του. Θορυβήθηκε, αλλά προσπάθησε να κρατηθεί ψύχραιμη. Ώρα τώρα την παρακολουθεί! Γνωρίζονται, άραγε, από κάπου? Την αγριοκοίταξε και πάλι, στρέφοντας απότομα το βλέμμα του στο δρόμο. Σφίχτηκε ακόμα περισσότερο στο μαντό της και ζάρωσε στη θέση της....

     Έφερε στο μυαλό της το γιορτινό τραπέζι με τις λαχταριστές λιχουδιές, το χριστόψωμο και τα σμιλευμένα με μαχαίρι περίτεχνα στολίσματα του, την οικογενειακή θαλπωρή, τ΄ αναμμένα κεριά πάνω σε ατμοσφαιρικές βάσεις ρεσώ από ευωδιαστά ξύλα κανέλας, τους φίλους που κατέφθαναν κρατώντας λογιών λογιών πακέτα και τσάντες στα γαντοφορεμένα χέρια τους, το καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο έλατο με τη γάτα τη Σαρλότ να παριστάνει τον τέταρτο μάγο και να κάθεται δίπλα στη φάτνη! Τέτοιες στιγμές με τόσα χαμόγελα και φωτεινά πρόσωπα γύρω σου, γέλια αβίαστα, είναι που συνειδητοποιείς πόσο πολύ πονούν τα χαμόγελα που κάποιοι κατάφεραν να κλέψουν από την καθημερινότητά σου, καταντώντας σε άλλοτε πρωταγωνιστή και άλλοτε κομπάρσο ενός θιάσου που προσδοκά το χειροκρότημα ενός ανύπαρκτου κοινού...

     Επιτέλους έφτασε! Ετοιμάστηκε να σηκωθεί από το κάθισμά της, όταν η ματιά της έπεσε στο καθρεφτάκι του οδηγού και σε ΄κείνο το βλοσυρό βλέμμα:

 "Πατήθια!", ακούστηκε ξανά η φωνή του...



15. Γιατί;

Πήρε ένα ματσάκι κρεμμυδάκια η Άσπα και τα έβαλε επάνω στον μπάγκο να τα κόψει, λες και ήταν το σπουδαιότερο πράγμα που έπρεπε να κάνει εκείνη την στιγμή.Η τηλεόραση έπαιζε ένα Χριστουγεννιάτικο...σόου. 
Η πόλη  είχε φορέσει τα γιορτινά της, εκείνη όμως δεν μπορούσε να χαρεί.
Έπιασε το μαχαίρι και άρχισε να τα κόβει, ενώ το μυαλό της έτρεχε στα τελευταία γεγονότα που είχαν γίνει λίγη ώρα πριν.
Ξαναείδε την πόρτα να κλείνει δυνατά πίσω από την φιγούρα ενός έξαλλου Δημήτρη.
Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της και ήξερε καλά ότι δεν ήταν από το κρεμμύδι που έκοβε.
Σκέφτηκε πόσο ακόμη θα έκανε υπομονή από την άσκημη συμπεριφορά του.
Πως άλλαξε έτσι; εκείνος που δεν είχε μάτια παρά μόνο για εκείνη, πως μπορούσε να της φέρεται  σαν να ήταν ένα τίποτα;
Εκείνος ήταν που την έπαιρνε στην αγκαλιά του και την γέμιζε ερωτόλογα.
Είσαι η βασίλισσα μου της έλεγε.
Θα σε κάνω την πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου.!!
Άκουγε τα λόγια του και η καρδιά της σκιρτούσε από αγάπη.
Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως η ζωή τους θα κατέληγε έτσι. 
Δεν καταλάβαινε γιατί της έριχνε την ευθύνη για  την δική του  συμπεριφορά.
Το ότι δεν είχαν κάνει ακόμη παιδί ήταν και ο δικός της καημός.. αλλά δεν ήταν αυτή  η αφορμή να αλλάξει εκατόν ενενήντα μοίρες εκείνος.
Κάτι άλλο συνέβαινε και  τα τελευταία  δύο χρόνια η ζωή της είχε γίνει αφόρητη.
Οι βρισιές και το ξύλο έγιναν η καθημερινότητα της..
Ένα πελώριο ΓΙΑΤΊ κρεμόταν απειλητικά επάνω από την αγάπη.
 Ένα μικρό συννεφάκι ήταν στην αρχή που δεν του έδωσε και πολύ σημασία, ώσπου  έγινε ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο που της πλάκωνε την καρδιά και δεν έλεγε να φύγει.
Ασυναίσθητα  έσφιξε το μαχαίρι που κρατούσε και το ανεβοκατέβασε με μανία επάνω στα φρέσκα κρεμμυδάκια που είχαν γίνει λιώμα ενώ  τα μάτια της είχαν γίνει δυο επικίνδυνες  σχισμές...σαν τις σκέψεις της.
Η γάτα τους έτρεξε φοβισμένη να κρυφτεί κάτω από τον καναπέ .. ενώ  ακουγόταν ένα χειροκρότημα από το σόου στην τηλεόραση.



16. Καλικάτζαροι  και καλικάτζαροι

«Λοιπόν! όπως είπαμε ρεμάλια! Ανεβαίνουμε στη γη για να κάνουμε την ζωή των ανθρώπων κόλαση, αν και μόνοι τους μια χαρά τα καταφέρνουν σε αυτό. Θα διαλέξετε από ένα σπίτι ο καθένας σας και θα το κάνετε άνω κάτω.  
Έχουμε και ένα όνομα να υπερασπιστούμε… καλικάτζαροι είμαστε!!! Το μόνο που πρέπει να προσέξετε είναι να αποφύγετε να μπείτε από την καμινάδα γιατί μερικοί άνθρωποι καίνε ξύλα στα τζάκια τους…μην πάει και μου καείτε. Και να θυμάστε την ημέρα κρυβόμαστε και την νύχτα τα κάνουμε όλα γης μαδιάμ».
Μαλαγάνας! Παρών!
Τρικλοπόδης! Παρών!
Πλανήταρος! Παρών!
Γούρλος! Παρών!
….
«Όλοι παρόντες αρχηγέ, ας ξεκινήσουμε καμιά φορά.  Μέχρι να διαβάσεις όλο τον κατάλογο θα περάσουν τα Χριστούγεννα και εμείς θα είμαστε ακόμα κάτω από τη γη».
Έφτασαν πάνω στη γη μεσάνυχτα κάνοντας μεγάλο σαματά…
«Εγώ βρήκα σε ποιο σπίτι θα μπω», φώναξε ο Τρικλοπόδης. Είχε προσέξει κάποιον πίσω από ένα παράθυρο που διάβαζε κάτι μπροστά σε ένα καθρέφτη με στόμφο! Πλησίασε και κόλλησε τη μουσούδα του στο τζάμι και είδε έναν άνθρωπο με μια φράντζα να πέφτει στο μέτωπο του, κάθε φορά που
έσκυβε να διαβάσει κάτι. Διάβαζε μια παράγραφο και μετά πάταγε ένα κουμπί στο μαγνητόφωνο και ακούγονταν χειροκροτήματα. Μιλάμε για μεγάλο ψώνιο, σκέφτηκε ο Καλικάντζαρος και κατάλαβε πως εδώ θα διασκέδαζε πολύ. Έτσι μπήκε μέσα στο σπίτι από την χαραμάδα της πόρτας. Ο πολιτικός, γιατί πολιτικός ήταν το ψώνιο, καθώς διάβαζε λίγο
από τον λόγο  του και πάταγε το κουμπί να ακούσει το χειροκρότημα, ο Τρικλοπόδης το σταμάταγε αμέσως, έκανε να ξεκινήσει μία φράση ο πολιτικός, ο Τρικλοπόδης πάταγε το κουμπί και ακούγονταν χειροκροτήματα. Φουρκιζόταν ο πολιτικός και η φωνή του έβγαινε ακόμη πιο τσιριχτή απ’ ότι ήταν. Αυτό συνεχίστηκε για πολύ ώρα, με τον Τρικλοπόδη να έχει ξετρελαθεί από τα γέλια και τον πολιτικό να έχει σκάσει από το κακό του.
«Ευγενία», φώναξε στη γυναίκα του «ποιος  χάλασε το μαγνητόφωνο τώρα που κάνω πρόβα τον λόγο που θα εκφωνήσω  όταν  θα αναλάβω την αρχηγεία
του κόμματος; Πρέπει να προετοιμαστώ καταλλήλως, έχω ευθύνη απέναντι στο κόμμα και στο λαό».
«Που να ξέρω εγώ μπουμπούκο μου!»
«Άσε τα μπουμπούκο μου και μπουμπούκο μου… δεν με ρίχνεις εμένα! Μωρέ δεν θα πάρω την αρχηγεία, θα την πάρω και τότε θα την σκίσω  την γάτα», μουρμούρισε.
«Ρε λες να μου κάνουν σαμποτάζ εκείνοι οι τρεις καλικάντζαροι, ο γιος του γκαντέμη, το τζιτζίκι του βορρά και ο ψευτόμαγκας και τα βάζω τσάμπα με την Ευγενίτσα μου. Ακούς εκεί να θέλουν την αρχηγεία, οι αμόρφωτοι, που δεν έχουν πιάσει βιβλίο στα χέρια τους. Ρωτάτε ρε και
μένα  που πιάνω στα χέρια μου ίσαμε και πενήντα κιλά βιβλία κάθε φορά.
Μωρέ δεν θα γίνω αρχηγός θα σας κάνω όλους να με τρέμετε, θα σας κόψω μαχαίρι το βήχα».
«Πρώτη φορά ακούω τέτοια ονόματα καλικάντζαρων», σκέφτηκε ο Τρικλοπόδης. «Ποιος είναι ο γιος του γκαντέμη, το τζιτζίκι του βορρά και ο ψευτόμαγκας; Πρέπει να πάω να το αναφέρω στον αρχηγό, όχι να μας πάρουν τώρα τα πρωτεία άλλοι καλικάντζαροι!».



http://youalwayshadyourway.blogspot.gr/2012/03/imageryphotography.html

17. Απ’ τον Ντάισελμπλουμ με αγάπη

- Τι σου’λεγε ο Ντάισελμπλουμ τόση ώρα στην πόρτα; Ξεροστάλιασα να περιμένω!
- Για το ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς. Και σταμάτα να λες έτσι τη μαμά!
- Μα φτυστή ο Γερούν είναι, πώς να την πω;
- Με τ’ όνομά της.
- Αυτή γιατί με λέει Παπαρήγα;
- Ρε Αλέκα, σοβαρέψου επιτέλους. Διαρκώς στείρα αντιπολίτευση. Λοιπόν, παραμονή θα κάνουμε μαζί της ε; Θα΄ναι κι ο θείος Αμβρόσιος με τα ξαδέρφια και η κουμπάρα της η Πατ.
- Η Παναγιώτα απ’ την Αετομηλίτσα Ιωαννίνων έγινε Πατ; Κι ύστερα σ’ ενοχλεί που λέω τη μάνα σου Ντάισελμπλουμ!
- Αχ να χαρείς, μπορούμε να περάσουμε μια ειρηνική βραδιά δίχως να βγουν πάλι τα μαχαίρια; Χάρη στο ζητάω. Να μας πάει καλά η καινούργια χρονιά ρε Αλέκα!
- Έλεγα να πάμε ένα ταξιδάκι τα δυο μας... για μια… ανακεφαλαιοποίηση.
- Αδύνατον! Η μαμά έχει κάνει τόσες ετοιμασίες. Μπορούμε να πάμε μετά τις γιορτές όμως. Τι λες για Πήλιο;
- Έχεις πάρει έγκριση ή θα το φέρουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων;
- Έλεος Αλέκα! Κάντο για μένα. Η μαμά έχει αδύνατη κράση… θυμάσαι τι είπε ο γιατρός;
- Πως πάμε για…γκρέξιτ. Από τότε πέρασαν επτά πρωτοχρονιές, ο Επίτροπος κάλεσε την κλάση της κι αυτή  ακόμα στον προθάλαμο είναι.
- Χτύπα ξύλο χριστιανή μου!
- Βρε δε πα να χτυπάς όλους τους κέδρους και τις παλισάνδρες; Αυτή είναι γάτα εφτάψυχη!
- Αλέκα; Θες το κακό της μαμάς;
- Μήπως Αράχωβα καλύτερα; Άκουσα πως το Πήλιο είναι αποκλεισμένο.
- Δεν την αγαπάς καθόλου λοιπόν!
- Απόδειξη πως φέτος θα φάω πάλι τη γαλοπούλα της… στη μάπα.
- Θα πάμε Καλάβρυτα!
- Την αγαπάω ρε Σωτήρη…
- Τη γαλοπούλα;
- Την Γερούν! Κι εγώ σαν μάνα την έχω, γι αυτό τσακωνόμαστε διαρκώς. Και ξέρω πως μ’ αγαπάει κι αυτή. Κι ας μας γίνεται στενός κορσές.
- Mη σου πω και Καϊμακτσαλάν!
 ***
- Γρήγορα ρε Αλέκα, θα μας βρει στην Μεσογείων η νέα χρονιά!
- Τα παράπονά σου στην τροχαία Σωτήρη! Ουδεμία ευθύνη φέρω για την κίνηση.  Τι θες δηλαδή; Να βάλω τον έλικα να πετάξουμε;
- Ναι; Έλα μαμά… έχουμε κολλήσει στο φανάρι… το ξέρω πως αργήσαμε… μη φωνάζεις ρε μαμά…ξεκινήστε να τρώτε κι ερχόμαστε… άντε, σε κλείνω…
- Ωρύεται η Γερούν;
- Αλέκα! Επιτέλους κόφτο μέρα που είναι!
- Νύχτα είναι. Για την ακρίβεια κοντεύουν μεσάνυχτα.
- Αχ, θα την πιάσει η καρδιά της αν δεν είμαστε πριν τις δώδεκα…
- Γιατί;  Θα μεταμορφωθεί η άμαξα σε κολοκύθα; Ηρέμησε ρε Σωτήρη, φτάσαμε σχεδόν. Το τηλέφωνο…
- Ναι; Έλα ρε μαμά… Ναι το ξέρω πως πρέπει να πιει το χάπι του ο θείος… ας το πάρει κι ερχόμαστε κι εμείς…
 ***
- Επιτέλους!... Ωχ, τι φώτα είναι αυτά;
- Χειροκρότημα στον κυβερνήτη του Εντερπράϊζ! Διαστημόπλοιο το έκανε το μπαλκόνι!  Πόσες μπομπίνες φωτάκια έβαλε η άτιμη;
- Αλέκα, αυτό είναι… ασθενοφόρο!
 ***
- Πού την πάμε;
- Ευαγγελισμό.
- Ρε μάνα…
- Μην της μιλάτε κύριε, δεν σας ακούει.
- Εννοείτε πως...
- Η διάγνωση θα γίνει στο νοσοκομείο. Προς το παρόν, αναπνέει απ’ το μηχάνημα.
 ***
- Μάλλον άλλαξε χρονιά... δες τα πυροτεχνήματα έξω...
- Το τηλέφωνο... σήκωσέ το ρε Σωτήρη.
- Ο θείος είναι... βρήκε λέει το δώρο μας κάτω απ’ το δέντρο...ένα φάκελλο  από ταξιδιωτικό γραφείο... ταξίδι για δύο στο Πήλιο... έχει λέει κι αφιέρωση...
   «Για τα Παπαρηγάκια μου με πολλή αγάπη!»




18. ΦΡΟΣΟΥ 

Άγιε Βασίλη μου ,
Εγώ είμαι πάλι η Φρόσω σου, ναι καλέ η αληθινή γάτα της Σολ!!!
Ήθελα να σε ευχαριστήσω, για άλλη μια χρόνια άψογος ήσουν!!
Γιατί δική σου ευθύνη ήταν που ακολουθήσανε εδώ στο σπίτι οι νοικοκυραίοι τις δικές μου ορέξεις και επιθυμίες. Δεν μου ξαναπήραν ποτέ εκείνες τις φρικτές γεύσεις κροκέτας γαλοπούλας, ανανά,  κλπ, κλπ, αλλάξαμε και κτηνίατρο πάμε  τώρα σε μια πολύ συμπαθητική κυρία πεντακάθαρη, που ποτέ δεν μυρίζει σκυλίλα.  Όσο για την Σολ, σταμάτησε να με ντύνει και να με στολίζει κάθε δυο και τρεις σαν να μαι επιτάφιος. Ουφ ανακουφίστηκα επιτέλους και εγώ η γάτα!!!!
Όμως θα πρέπει να το παραδεχτείς και εσύ πως είμαι μια κυρία με Κάπα  κεφαλαίο.  Μετά την πρώτη μας συνάντηση εδώ και τρία χρόνια, δεν ξανά έχωσα τα μουστάκια μου στη κούπα με το γάλα σου, ούτε χαρχαλεύω με το ποδαράκι μου τα γλυκά που σου αφήνουν εκεί δα να δίπλα στο τζάκι!!!
Με την εκπνοή λοιπόν του χρόνου, έτρεξα να σου προλάβω τα καινούρια «δεν» για το 2016 !! Άκουε προσεκτικά, να τα εμπεδώσεις!!!
Αυτή την ανορεκτική φιλενάδα της Σολ, την ηθοποιό καλέ, την ατάλαντη που ψοφάει για το χειροκρότημα, αυτήν πρέπει να την εξαφανίσεις  Άγιε μου. Δεν είναι δυνατόν να έρχεται να στρογγυλοκάθεται στο καναπέ του σπιτιού μας και να μας εξηγεί πως πηγαίνει τη γάτα της κάθε μήνα για μανικιούρ για να μην της χαλάσει το ξύλο των επίπλων με τα νυχάκια της.  Άκουσον, άκουσον παράδειγμα προς αποφυγήν σου λέω, η κυρία!!!!
Ακόμη κάτι πρέπει να κάνουμε με το ιδιοκτησιακό θέμα του κήπου  Άγιε μου!!! Πρέπει να κοπεί με μαχαίρι η διέλευση  αλλότριων γάτων από τον κήπο μου, τρία χρόνια τα ίδια. 
Πες μου τι χρειάζεσαι, συμβόλαια, απόδειξη πληρωμής ΕΜΦΙΑ, φορολογική ενημερότητα και βεβαίωση από τον ψυχολόγο μου, τα έχω όλα στη διάθεση σου. Ας πάνε αλλού  επιτέλους, σε έναν άλλο κόσμο!!!!
Σε ευχαριστώ που είσαι τόσο μα τόσο συνεργάσιμος

Η Φρόσου σου!!!!! 




19. Δισταγμός και ευθύνη

Έκανε πρόβα τους διαλόγους από το πρώτο του θεατρικό έργο. Σύντομα θα κατάφερνε να το ολοκληρώσει. Ο Μπγιόρν διάβαζε δυνατά και έκανε διορθώσεις σε ότι δεν ταίριαζε. Ήταν οι τελευταίες του διορθώσεις, πριν το καθαρογράψει και παραδώσει το έργο σε έναν από τους συμβούλους του Βασιλιά.

Χτύποι σαν χειροκρότημα ή μάλλον σφαλιάρες τον ξάφνιασαν κάνοντας τον να αφήσει τη φράση του στη μέση ενώ για λίγο του φάνηκε πως ούρλιαζε μια γάτα από την ίδια κατεύθυνση.

Όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν κάποια γυναικεία φωνή έτρεξε προς τα εκεί. Πάλη. Άκουγε κάποια πάλη να εξελίσσεται. Ήταν σίγουρος. Ακολούθησε άλλη μια πνιχτή στριγκλιά. Και τότε τους είδε.

Ένας μεσήλικας με ακριβή φορεσιά απάνω σε μια κατατρομαγμένη ξανθιά κοπέλα που πάλευε να ελευθερωθεί ενώ εκείνος να προσπαθούσε να την ακινητοποιήσει και να της φιμώσει το στόμα. Οι διαθέσεις του σίγουρα δεν ήταν και οι καλύτερες αν έκρινε από τα σκισμένα της ρούχα. Η κοπέλα κοίταζε τον Μπγιόρν ανήμπορη εκλιπαρώντας για βοήθεια.

Ο Μπγιόρν άρπαξε ένα κομμάτι ξύλο που βρήκε και τον απώθησε. Η κοπέλα σηκώθηκε και χάθηκε τρέχοντας στο δάσος. Γρήγορα βρέθηκαν στο έδαφος να παλεύουν ενώ άρχισε να τρώει κάποια χτυπήματα από τον αρκετά δυνατότερο αντίπαλό του.
Τρομοκρατήθηκε όταν είδε ότι τράβηξε ένα μαχαίρι στη μπότα και το έστρεψε προς τα πάνω του.

Φωνές όμως αντρών που τρέχαν στο δάσος ψάχνοντας κάποιον, του τράβηξαν τη προσοχή αρκετά για να μην προλάβει να επιτεθεί με αυτό αλλά να τραπεί σε άτακτη φυγή.

Αρκετό καιρό μετά ο Μπγιόρν έμαθε τι είχε γίνει. Τα νέα κυκλοφόρησαν και απλώθηκε θλίψη στο βασίλειο.

Λέγαν οι φήμες ότι ένας πλούσιος έμπορος ζήτησε σε γάμο τη μικρότερη του κόρη του βασιλιά σε ένα περίπατο στο δάσος. Εξοργίστηκε όταν εκείνη τον απέρριψε και της επιτέθηκε. Η κοπέλα πρόλαβε και ξέφυγε σώα από τα χέρια του. Ο έμπορος όμως ντροπιασμένος πια εξαφανίστηκε από το βασίλειο. Ακούστηκε ότι πούλησε τη περιουσία του για να μαζέψει χρυσό. Χρυσό με τον οποίο πλήρωσε έναν μάγο να ενσωματώσει ένα σπάνιο ξόρκι πετρώματος σε ένα βιβλίο που έστειλε ως δώρο στη κόρη του βασιλιά. Έπειτα σκότωσε το μάγο για να μην αντιστραφεί η μαγεία και δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.

Το δώρο έφτασε στη κοπέλα τελικά. Ήταν το τελευταίο βιβλίο που διάβασε η κοπέλα σε εκείνη την κούνια έξω από το μικρό παλάτι στο δάσος. Το τελευταίο που έκανε πριν πετρώσει για πάντα.

Ο Μπγιόρν ανατρίχιασε όταν συνδύασε τα γεγονότα. Κατάλαβε ότι αν είχε ακινητοποιήσει τον έμπορο θα είχε γλυτώσει τη ζωή της. Δε το έκανε. Έτσι ένιωθε ότι είχε ένα μερίδιο ευθύνης για όλο αυτό που ακολούθησε. Και έπρεπε κάτι να κάνει για αυτό. 





Για να γυρίσετε στην πρώτη ανάρτηση με τις συμμετοχές 1 - 5 και να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 6 - 12 πατήστε εδώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια: