Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Παίζοντας με τις λέξεις #11 (Συμμετοχές 5 - 11)


5. "Η ΕΝ ΠΟΛΛΑΙΣ ΑΜΑΡΤΙΑΙΣ"

Η Εκκλησιά της γειτονιάς ήταν γεμάτη. Μεγάλη Τρίτη απόγευμα. Ο Πάπα Γιώργης, έψαλλε τον “Νυμφώνα σου βλέπω”. Μυσταγωγία. Τα κεριά, το άρωμα του λιβανιού και τα τριαντάφυλλα στην εικόνα του Νυμφίου.
Η Πόρτα σύρθηκε από ένα τρεμάμενο χέρι την στιγμή που ακούγονταν:
“Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Γυνή...”
“Τι θέλει αυτή εδώ ;” ψιθύρισε η Κυρά-Γιαννούλα στη διπλανή της ρίχνοντας κοφτερές ματιές.
Στηρίχτηκε στο μπαστούνι. Προσπαθούσε να ανάψει το κερί της.
“Οδυρομένη μοίρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει...”
Η Αχλή στο εσωτερικό του Ναού φώτισε το πρόσωπό της. Το φως των κεριών το γλύκαινε. Άναψε το κερί και σύρθηκε σε μια σκοτεινή γωνιά. Ο Κυρ Διονύσης μόλις πλησίασε, άρπαξε τη γυναίκα του και απομακρύνθηκε. Πολλά ζευγάρια μάτια γύρισαν να την δουν και μουρμούρες μαχαιριές χώθηκαν στα σωθικά της.
“Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων...”. Το βλέμμα του Παπά Γιώργη έμεινε επάνω της να κλέψει το δάκρυ που λαμπύριζε.
Ένιωσε τον βήχα να δυναμώνει, βραχνάς να την πνίγει και μην θέλοντας να τραβήξει άλλα βλέμματα βγήκε απ το ναό.
Η Λειτουργία τελείωσε, οι πιστοί έφευγαν, ο Παπα-Γιώργης παραμέρισε κάποιων τα κακόβουλα σχόλια.
“Έφυγε η Τάνια Γεράσιμε ;” ρώτησε τον νεωκόρο που κοίταζε απορημένος το πάθος του Ιερέα.
“Ναι Δέσποτα”.
Πήρε τα πράγματά του, είπε να κλειδώσουν και πήρε το δρόμο στην ανηφοριά. Κοντά στον μεγάλο βράχο διέκρινε το σπίτι. Τράβηξε το συρματόσχοινο στην εξώπορτα και μπήκε. Την βρήκε ξαπλωμένη βαριανασαίνοντας.
“Πάτερ...!” έκανε έκπληκτη.
“Παιδί μου” της έκανε στοργικά, ακουμπώντας το χέρι του στο καυτό της μέτωπο.
“Πάτερ, εσύ εδώ ; για μένα ;”
“Πάψε κόρη μου...! ναι για σένα”
Την φρόντισε βλέποντας την χλωμάδα της.
“Αύριο πρωι-πρωί θα σου στείλω την Παπαδιά να μαγειρέψει και να σε φροντίσει..”
“Εμένα ;” τον ρώτησε με τα αγγελικά της μαυρισμένα μάτια.
“Εσένα ναι”
“Πάτερ, είναι αργά για μένα, να αναπάψω το κορμί μου απ τη βρωμιά της εξαγοράς...”
“Σταμάτα...!”
“Φταίω και εγώ, αλλά εκείνος....” κόμπιασε. Άρπαξε τον Παπα-Γιώργη απ το ράσο:
“Μια χάρη μόνο, η φυματίωση θα με πάρει γρήγορα, μην πεις στο παιδί μου τι ήμουνα σε παρακαλώ...”
“Ο Κύριος ευλόγησε την Πόρνη μην ξεχνάς, φεύγω και θα τα πούμε”
Άπλωσε το χάδι του στο μουσκεμένο πρόσωπο της με στοργή και έφυγε.
Οι μέρες πέρασαν, Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ σήκωσαν το Χριστό
“Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την Γην κρεμάσας...”. Μετά τη λειτουργία αργά το βράδυ, αλαφιασμένη η Παπαδιά έφερε το μαντάτο.
Έτρεξαν όλοι μαζί. Την βρήκαν στο κρεββάτι με τα γλυκά της μάτια, γυάλινα τώρα πια να θωρούν τον Σταυρό απέναντί της.
Της έκλεισε τα μάτια δακρυσμένος .
“Την πήρε κοντά Του...! την νύχτα τη δική Του διάλεξε να την πάρει μαζί Του, στα σαράντα της χρόνια, τι Τιμή για κείνη Θεέ μου...!” σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια φιλώντας την στο μέτωπο σαν να ασπάζονταν την κόρη του.
“Μετά το Ξημέρωμα ειδοποιείστε το παιδί της...! να ασπαστεί με σεβασμό τη Μάνα του”
Ο Λόγος του ακούστηκε με κόμπο “Πόρνη προσήλθε σοι, μύρα συν δάκρυσι”

********************************************

Υ.Γ. Αφιερωμένο ταπεινά σε όλες εκείνες τις Γυναίκες με τα χαμηλωμένα βλέμματα στις σκοτεινές γωνιές της Εκκλησιάς τα βράδια της Μ. Τρίτης.



6. Το αναπάντεχο

Ξημέρωμα!  Κόντευαν να φτάσουν στο λιμάνι...Άφησε τη καμπίνα της και βγήκε στο κατάστρωμα. Ήξερε ότι ο ήλιος που ανέτειλε εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να γεννιόταν απ' τη θάλασσα και έλεγαν, ότι αν πρόσεχες, θα άκουγες μουσική, τη μουσική του κύματος που ευχόταν καλό κατευόδιο στον ηλιάτορα!  
Ήταν κοντά στις μηχανές και  ο θόρυβος   την εμπόδιζε να αφουγκραστεί την καλημέρα του κύματος. Ήθελε να φύγει,  μα τότε τον είδε. Ήταν εκεί στο στροφείο με το συρματόσχοινο. Ήταν σίγουρη ότι ήταν εκείνος.Ο ίδιος που ήταν και χθες το βράδυ στο μπαρ του πλοίου και έκανε πώς δεν τη γνώριζε. Του μίλησε. Τον προσφώνησε με το όνομά του,εκείνος όμως είπε ''Κάνετε λάθος . Δεν είμαι εγώ ο Αθανάσιος Κυριαζής''. Και έφυγε. 
Δεν μπορεί να έκανε λάθος. Τόση ομοιότητα; Έχουν περάσει χρόνια βέβαια, οι άνθρωποι αλλάζουν, αλλά θα έπαιρνε όρκο ότι ήταν αυτός, ο άντρας της αδελφής της που έφυγε πριν 10 χρόνια αφήνοντας ένα μόνο σημείωμα να μπερδεύει πιο πολύ τα πράγματα ''Κουράστηκα, φεύγω. Μη με αναζητήσεις''.  Έμειναν να τον κλαίνε σύζυγος και παιδιά χωρίς να ξέρουν το ''γιατί''.
Ακουμπισμένη στα ρέλια* του καταστρώματος, θυμόταν  μια όμορφη οικογένεια που διαλύθηκε, θυμόταν την αδελφή της να γίνεται ο βράχος των παιδιών της, να τα προστατεύει από τα άγρια κύματα που τα χτύπησαν αλύπητα μετά το φευγιό του αγαπημένου τους πατέρα.
Μα είναι δυνατόν να μην είναι εκείνος; Πώς να μάθει;
Εν τω μεταξύ ο Κυριαζής ετοίμαζε το στροφείο και κοιτούσε τη κουνιάδα του που τον αναγνώρισε.  ''Την τύχη μου μέσα'' έφτυσε μέσα από τα δόντια του. Δεν ήθελε εξηγήσεις, και για να τις αποφύγει δεν ήθελε συναντήσεις. Τι να της πει; Ότι έπρεπε να φύγει μακριά, να αποχωριστεί τη γυναίκα που αγαπούσε και τα παιδιά του που η θύμησή τους του ξέσκιζε τα σωθικά;
Τι να κάνει; Πώς να κρυφτεί; Σε λίγο θα δένανε στο λιμάνι, έπρεπε να είναι παρών.
Και η Γιάννα τον κοιτούσε περίεργα. Αλλά ανάσανε με ανακούφιση όταν την είδε να γυρνά την πλάτη και να φεύγει. Λες να πείστηκε;  
Δεν ήξερε όμως ότι η Γιάννα πήγε κατευθείαν στον καπετάνιο. Αν και αρνήθηκε στην αρχή να της μιλήσει, εκείνη επέμεινε και του είπε όλη την αλήθεια. Ήθελε να μάθει το ονοματεπώνυμο του ναυτικού του.  
Και τον έπεισε. Και της είπε...
Αυτός ήταν !  Τόσο  φούντωσε  ο θυμός της, καθώς το αίμα ακολούθησε ορμητικά το δρόμο του για τα μηνίγγια της, που η αχλή του πρωινού διαλύθηκε με μιας και ο ήλιος της θάμπωσε τα μάτια. 
Ζει και δουλεύει. Γιατί; 
Δεν κατέβηκε φυσικά στο λιμάνι, αλλά πήγε κατευθείαν στην καμπίνα του που είχε μάθει ποια ήταν. Χτυπούσε ώρα και δεν της άνοιγε. Μα ο επιμένων νικά!
Μίλησαν αρκετά...έπεσαν  πολλές βαριές κουβέντες στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα.
Όταν ήλθε η ώρα να φύγει, η Γιάννα περπατούσε με σκυφτό κεφάλι. Τι θα έλεγε στην αδελφή της; Να το αποσιωπούσε καλύτερα;
Τι να της πει; Ότι ο άντρας της βίασε μέσα στο μεθύσι του ένα ανήλικο κορίτσι, την κόρη φίλου του ;
.... 
ρέλια= τα κάγκελα του πλοίου




7. Εκείνο που δεν σου 'πα 

Στο σπίτι σε περιμένουν τα τριαντάφυλλα
Με τη δροσό του πρωινού τα έκοψα 
Αγκυλώθηκε λίγο το δάκτυλό μου 
Αλλά μικρή η θυσία 
Έλα να δεις πως μοσχοβολά ο χώρος 
Έλα να ανάψεις το φανάρι της ψυχής μου 
Μικρή νιώθω ναυαγός 
Γύρω μου βράχοι συρματόσκοινα σκουριασμένα
Κι ένας εφιαλτικός ίσκιος να με καταδιώκει
Δως' μου το χέρι σου
Έχασα το δρόμο 
Μαζί να βγούμε στην αυγινή αχλή
Να σκαλίσουμε τα χορταριασμένα παρτέρια
Δες πως έπνιξαν τα χόρτα το μικρό δεντράκι
Καρυδιά μου είχες πει πως είναι
Τότε που γελαστός τη φύτευες στο χώμα
Κιτρίνισαν τα φύλλα της
Έγυρε ο κορμός της
Ξέχασε να καρπίζει και να μιλά
Φοβάμαι...

Παράμερα μια καλαμιά ακατάπαυστα θροΐζει:
Χρησμούς μελωδίες αινίγματα
Πώς να τα εξηγήσω χωρίς τη δική σου ματιά;
Θυμάσαι εκείνο το παιχνίδι με τους γρίφους
Που παίζαμε τα βαρετά βράδια του Νοέμβρη
Πόσο δύσκολα τους έλυνα
Πέθαινες στα γέλια ξεχείλιζες ομορφιά
Κι εγώ τραβούσα την κουρτίνα να δω το φεγγάρι
Να μου φανερώσει τη λύση
Ή κατέφευγα στα βιβλία
Να ψαύσω τις μαγικές λέξεις
Θυμάσαι;
Στο τέλος πάντα τα κατάφερνα
Ήταν ανοιχτός ο ορίζοντας
Απλωμένα τα χέρια
Κι ας με περιέπαιζες σαν παιδί μικρό
Ήταν διάφανα τα κρίνα το ξημέρωμα 
Είχα γιορντάνια δακτυλίδια βραχιόλια
Είχα εσένα και μπόλικο ουρανό να γράφω τους στίχους
Τώρα άγουρος απόμεινα καρπός στυφός
Που κανείς δεν θέλω να τον γευτεί
Σ' αποθύμησα...

Μην αργείς
Ετοίμασα το δείπνο με καλούδια του Απρίλη
Έβαλα και το καλό μου φουστάνι
Εκείνο που μου χάρισες ένα μαγιάτικο δείλι
Πώς να βρω την κουμπότρυπα;
Πώς να δέσω το βιολετί φιόγκο;
Πώς να με δω στον καθρέφτη;
Μια αίσθηση πνιγμού με καταπίνει
Ακούς το σκυλί πώς αλυχτά;
Κοφτερά ξεπροβάλλουν δρεπάνια
Πολλά επιστρέφουν ψέματα
Άγριοι με περισφίγγουν ζόφοι
Φοβάμαι
Σ' αποθύμησα
Μην αργείς
Άναψα μυριάδες κεριά μην και σκοντάψεις
Έλα να ξεδιψάσω
Στο σπίτι σε περιμένουν τα τριαντάφυλλα
Στο πηγάδι το νερό μουρμουρίζει ερωτόλογα δικά σου
Τα πρώτα του νου μου λεξιλόγια
Σε περιμένω!





8. Μικρές αποστάσεις

Οι δρόμοι που άνοιξε η ψυχή σου
Είναι πνιγμένοι στ' ασφοδέλια
Χωμάτινοι δρόμοι στενοί
Που πάνω τους οι χωρικοί σέρνουν τ' άροτρα
Αξημέρωτα μιλάς με τους αγγέλους
Στοιβάζεις τ' άχυρο
Ελέγχεις την κίνηση των αστερισμών
Τίποτα να μην μείνει τυχαίο ή αζύγιαστο
Κι έπειτα με ευθύβολο βλέμμα εκποιείς
Τα πολύτιμα πετράδια της νύχτας
Κι ακριβά  μου φέρνεις αρώματα
Απ' τα ριζά του βράχου βγαλμένα
Σκαπανέας τ' ονείρου ολημερίς προσκυνάς
Της γης την έγκατη μήτρα
Σαν μητέρα σαν πόρνη σαν αδερφή
Κι όπως αγέρας εσπερινός
Αισθαντικά χωρίς κλειδί επιστρέφεις
Αφήνοντας αποτυπώματα στίλβης στο κορμί μου

Τα συρματόσκοινα που έδεσες
Στης ψυχής μου το ιστίο
Ανάλαφρα είναι δίχτυα του βυθού
Έτσι που να μην αγκυλώνονται οι λέξεις
Έτσι που να μην μαδούν
Τα υψηλά του κόσμου οράματα
Κάθε ξημέρωμα εκεί ακουμπώ
Τα γαλάζια φτερά μου
Καψαλισμένα στις άκριες
Από εκείνες τις φωτιές του Έρωτα
Που ηδονικά με περνούσες
Αδυνατώ να μην σε έχω
Προσπερνώ την πρωινή αχλή 
Κανονίζω το βήμα μου
Στου ήλιου να βγω το ιερατείο
Σινιάλα να σου στείλω και φιλήματα
Μαζί με το κομπόδεμα της συντριβής
Ξέρεις εσύ!

Τα επίχρυσα ρολόγια των προγόνων σου
Τα κλειδώνω στην καρυδένια συρταριέρα
Μην τα ακούς!
Μην τα πιστέψεις!
Μην τους δοθείς!
Ονειρικά κι αν σου τάξουν ταξίδια
Μην υποκύψεις
Εσύ ο μόνος οδηγός
Εσύ ο άρτος το αίμα κι ο οδυρμός
Εσύ η άκανθος και τα υδρόφυτα
Για σκέψου για λίγο μαζί να πλέουμε
Στις άβατες λίμνες της λήθης
Αγνοί ωραίοι κι άμωμοι
Να ξανοιγόμαστε στο χρόνο
Να μην μετρούν πλέον οι στιγμές
Να μην ωριμάζει ο καρπός στις λαγόνες
Να μην ανασαίνει ο σπόρος στο κιούπι
Όλα έγκλειστα στη φωτιά
Όλα μαζί και μυστικά
Όλα χαραγμένα σε παλίμψηστα αρχαία
Που κάποιος ιεροφάντης εντολέας
Στο αυγινό φως αμυδρά θα ανασύρει
Ένα Σάββατο του Απρίλη

Σαν κι εκείνο το Σάββατο που κρυφά από εμένα απέδρασες





9. Το πέταγμα!!!

Ίσα που  ξεχώριζε την λευκή γραμμή  στον δρόμο  μπροστά της καθώς οδηγούσε μέσα στην αχλή  που είχε σκεπάσει  τα πάντα γύρω, λίγο πριν το ξημέρωμα.
Όσο προχωρούσε η ώρα, ο ήλιος είχε αρχίσει τα παιχνιδίσματα του με την ομίχλη
ξεκαθαρίζοντας την ατμόσφαιρα στο γύρω τοπίο.
Στο βάθος φαίνονταν κι όλας αχνά ήδη η σιλουέτα του μεγάλου βράχου που δέσποζε πάνω από την πόλη.
Αυτός ο βράχος  ήταν ο προορισμός της.
Αυτός ο βράχος είχε σημαδέψει την ζωή της!
Είχε φιλοξενήσει κάποτε εκεί όλα τους τα όνειρα, τους όρκους της αγάπης τους.
Από μικρά παιδιά είχα βρει το ψηλότερο σημείο  του βράχου. Από   εκεί κοίταζαν 
την μικρή τους πόλη που έμοιαζε παραμυθένια από ψηλά.
Εκεί είχαν βρει ένα κοίλωμα  την σπηλιά τους και κάθονταν με τις ώρες αγναντεύονταν την γαλάζια θάλασσα που φιλούσε τα πόδια του βράχου.
Ήταν εκείνη που άκουγε τα γέλια τους τα κλάματα τους, τα όνειρα που έκαναν μαζί και που κατάλαβαν ότι ήταν κοινά μεγαλώνοντας.
Εκείνος πλοίαρχος  εκείνη γιατρός.
Μετά από τον χαμό του Ορέστη σε ένα ναυάγιο, έφυγε και η Μαρίνα από την πόλη.
Η απόφαση της να γυρίσει μετά από τόσα χρόνια, ήταν αυτή που την έκανε να φτάσει όσο γίνονταν πιο γρήγορα εκεί.
Το ήξερε από πάντα πως δεν θα κατάφερνε να ξεπεράσει τον φευγιό του Ορέστη της.
Φτάνοντας μέσα στην πόλη στα ριζά του μεγάλου βράχου άφησε το αυτοκίνητο και άρχισε να ανεβαίνει το μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή του.
Άφησε τις αναμνήσεις να πλημμυρίσουν την σκέψη της. 
Φτάνοντας επάνω τα πόδια της καρφώθηκαν ακίνητα, λες και ήταν τυλιγμένα με συρματόσχοινο.
 Η σπηλιά τους ήταν όπως την είχαν αφήσει την τελευταία φορά.
Γύρισε και κοίταξε την θάλασσα.
Της φάνηκε πως ήξερε την απόφαση της και την καλούσε στην αγκαλιά της.
Έκανε ένα βήμα προς την άκρη του γκρεμού τους, άνοιξε τα χέρια της και πέταξε...
Την ώρα που πετούσε ένας γλάρος στην απεραντοσύνη του ουρανού!!



10. Ψευδαίσθηση

Αχλή γύρω μου
και βράχοι ακλόνητοι
στο ξημέρωμα.

Συρματόσχοινα 
τα όνειρά μου κρατούν
προσγειωμένα.

Οι δρόμοι κλειστοί
Η μόνη διέξοδος
στο μπλε πνίγεται.



11. Του γυρισμού η ώρα

- Φίλε, θα με πληρώσεις; Κλείνω.
- Εεε… ναι βέβαια. Τι οφείλω;
- Είκοσι δύο ευρώ και 60 λεπτά.
- Πάρε 30 και φέρε μου ένα μισόκιλο ακόμη. Να σου πω… σε πειράζει να καθίσω στο μαγαζί σου ή να πάω στα παγκάκια;
- Όχι βέβαια, κάτσε όσο θες. Θα σου φέρω και μια πιπεριές γεμιστές να δοκιμάσεις.

Ο ταβερνιάρης μάζεψε τα υπόλοιπα, έκλεισε τα φώτα, κλείδωσε την πόρτα, καληνύχτισε τον παράξενο πελάτη και χάθηκε στο στενό.

Είχε φύγει πριν 40 χρόνια. Σήμερα στα 57 του επέστρεφε στα πάτρια, αλλά… σχεδόν τίποτα δεν θύμιζε το χωριό του.
“Ποιο χωριό…;” σκέφτηκε. “Αυτό πρέπει να έχει τουλάχιστον διπλασιαστεί απ’ όταν έφυγα!”
Στο μυαλό του στριφογύριζαν οι αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων, με τους δυο αγαπημένους του φίλους που μεγάλωσαν μαζί. Στη διαδρομή ήταν τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του, που παραλίγο να τρακάρει με το βράχο, αν ο νταλικέρης δεν πατούσε εκείνη τη δαιμονισμένη κόρνα.

Βρήκε γρήγορα το ξενοδοχείο που είχε κλείσει δωμάτιο. Ανέβηκε μόνο για να αφήσει τα πράγματά του και βγήκε πάλι. Κοντοστάθηκε σε μια ταβέρνα. Τον τράβηξε η μυρωδιά από τα κολοκυθάκια που τηγανίζονταν, τα παραδοσιακά τραπεζάκια με τα καρό τραπεζομάντηλα, η κληματαριά που είχε "κρεβατώσει", αλλά και εκείνη η ρόδα του κάρου που στεκόταν καρφωμένη στον τοίχο, μονάχη της, σαν να προσπαθούσε να γεφυρώσει το παλιό με το νέο. Ήταν από τα λίγα κτήρια που κατάφερνε να θυμηθεί.

Δεν ήταν πάντοτε ταβέρνα. Αυτό το πέτρινο κτήριο ήταν ανακαινισμένο και αρκετά αλλαγμένο, όμως κατά κάποιο τρόπο κρατούσε τον "χαρακτήρα" του. Εκεί ο κυρ Αυγουστής είχε το καροποιείο του. Ο Μάνος, πάρα πολλές φορές εκεί μέσα είχε πάρει κέρασμα ξερολούκουμο (και άλλες τόσες είχε "κεραστεί" μονάχος), όταν ο πατέρας του περίμενε να επισκευαστεί το κάρο του για να συνεχίσει τη διανομή γάλακτος στα γύρω χωριά. Και να που πάλι βρέθηκε στον ίδιο χώρο περιμένοντας να ξημερώσει για να επισκεφθεί τον φίλο του.

Ο Μίλτος, η Μυρτώ και ο Μάνος, τα «3Μ» όπως τα φώναζαν από μικρά, ήσαν κάτι παραπάνω από αδέλφια. Ώσπου… εκεί, προς τα τέλη της εφηβείας… η αγαπημένη του Μυρτώ συνδέθηκε ερωτικά με τον Μίλτο. Αυτό το αναπάντεχο έσπευσε ο Μίλτος να του το ανακοινώσει με …λεπτομέρειες. Λίγες εβδομάδες αργότερα πέθανε και η μάνα του (ο πατέρας είχε «φύγει» δυό χρόνια πριν) και πλέον δεν υπήρχε τίποτα να τον κρατάει στο χωριό. Πήγε στον Πειραιά όπου τον περίμενε ο θειός του. Λιμενεργάτης ήταν, κόσμο γνώριζε, μόλις τελείωσε το στρατιωτικό του τού βρήκε δουλειά σε καράβι. Ήταν τόσο προκομμένο παιδί που ο καπετάνιος μίλησε στον εφοπλιστή και τον έστειλαν στη σχολή να γίνει καπετάνιος.

Το ξημέρωμα τον βρήκε να κοιμάται ακουμπισμένος στο τραπέζι ενώ η πρωινή αχλή του έφερνε μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνοντας τις σκάλες του ξενοδοχείου παράγγειλε να του ψήσουν έναν μέτριο. Έκανε ντους, ήπιε τον καφέ και μια ώρα αργότερα περπατούσε στους δρόμους του χωριού. Απορροφημένος από τις σκέψεις του έφτασε στο πατρικό του Μίλτου. Χτύπησε την τζαμένια πόρτα.

- Ανοιχτά είναι.

Πριν περάσει το κατώφλι είδε πίσω του ένα λευκό περιστέρι που πήγε και κάθισε στο συρματόσχοινο.




Για να επιστρέψετε στις συμμετοχές 1-4 και να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 12-18 πατήστε εδώ!